- φακόχοιρος
- (phacochoerus). Αρτιοδάκτυλο της οικογένειας των συϊδών. Το θηλαστικό αυτό μπορεί να φτάσει το μήκος των 190 εκ. 45 από τα οποία ανήκουν στην ουρά, και ύψος 75 εκ έως το ακρώμιο. Είναι χοντρό και άχαρο, με παχύ, ρυτιδωμένο δέρμα γκρίζου χρώματος, με λίγες σκληρές τρίχες πιο πυκνές στη σπονδυλική στήλη, όπου σχηματίζουν ένα είδος χαίτης. Ο φ. έχει στο ρύγχος τέσσερις κρεάτινες αποφύσεις από τις οποίες πήρε και το όνομα. Δύο από αυτές βρίσκονται κάτω από τα μάτια, ενώ οι άλλες δύο ανάμεσα στα μάτια και στα χείλη. Το κεφάλι του είναι πολύ ανεπτυγμένο και έχει μικρά και μυτερά αυτιά. Το ρύγχος είναι επίμηκες και από τα χείλη εξέχουν οι πάνω κυνόδοντες (χαυλιόδοντες), που είναι κυρτοί προς τα πάνω, στερούνται σμάλτου και αναπτύσσονται συνεχώς, φτάνοντας μερικές φορές το μήκος των 50 εκ. Ο φ., που περιλαμβάνει μερικά υποείδη, ζει κατά αγέλες με οικογενειακή βάση (ένας αρσενικός, μια θηλυκή και τα μικρά τους) στις σαβάνες της Αφρικής, στα νότια της Σαχάρας, και τρέφεται με βολβούς και ρίζες. Υφίσταται εντατικό κυνήγι για το κρέας, τους χαυλιόδοντες και για το δέρμα του, που χρησιμοποιείται κατά πολλούς τρόπους.
* * *ο, Νζωολ. γένος αγριόχοιρων τής Αφρικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phacochoerus].
Dictionary of Greek. 2013.